στρατηγός του Πολεμάρχου κοίταξε την κλειστή πόρτα. Η Ενλόρ-Ιλξ ήταν δύο ολόκληρες μέρες κλεισμένη στο δωμάτιο και η μητέρα του ήδη ανησυχούσε αρκετά. Είχε απομονωθεί εκεί και δεν απαντούσε όταν τη φώναζαν, ούτε και ακουγόταν κάτι από μέσα, κι εκείνος απλά, δεν άντεχε άλλο. Είχε μείνει στο σπίτι τους, με την εντολή να κοιτάξει τις δουλειές του και να προσέχει την κοπέλα που έμενε
κλειδωμένη στα σκοτεινά, χωρίς να την ενοχλήσει.
Εκείνος όμως ήταν αποφασισμένος να μην υπακούσει, επειδή ήθελε να ελέγξει μόνος του την κατάσταση, και δεν ασχολήθηκε ούτε με το σιδηρουργείο, ούτε και με τα λινάρια, επειδή προσπαθούσε να βρει το θάρρος να πραγματοποιήσει το σχέδιό του. Ήταν αργά το απόγευμα, όταν ακούμπησε στην πόρτα της με τον δεξί του ώμο και είπε τ’ όνομά της, αλλά δεν πήρε απάντηση. Τότε, με μια δυνατή σπρωξιά που έδωσε στο κατάλληλο σημείο, τσάκισε τον ξύλινο σύρτη και μπήκε στο δωμάτιό της. Ήταν εκεί, καθισμένη στο κρεβάτι της και τον κοίταζε.
«Έσπασες την πόρτα…» του είπε σαστισμένη.
«Είσαι δυο μέρες κλειδωμένη και δε δίνεις απάντηση παρά τις εκκλήσεις μας, και ανησυχείς για μια πόρτα;!» τη ρώτησε σχεδόν θυμωμένος.
Όμως εκείνη δεν του απάντησε και τα μάτια της ήταν σκοτεινά, και ο στρατηγός που την πλησίασε, ένοιωσε τα γόνατά του να κόβονται μπροστά στη λύπη της, και ξεχνώντας τα λόγια που ήθελε να της πει, αρκέστηκε στο να καθίσει δίπλα της. Την κοίταζε για αρκετή ώρα χωρίς να της μιλάει, αλλά η Ενλόρ-Ιλξ δεν έδειξε να ενδιαφέρεται που το γκρίζο βλέμμα του ήταν στυλωμένο πάνω της και έμεινε ακίνητη, με τα μάτια καρφωμένα στο κενό. Ακόμα και η ανάσα της ήταν αθόρυβη και το πρόσωπό της ξεχώριζε χλωμό στο μισοσκόταδο, αλλά η ομορφιά της δεν έδειχνε κακοποιημένη, από τη θλίψη και την απομόνωση στο μικρό δωμάτιο. Άπλωσε το χέρι του και την άγγιξε ελαφρά στο μάγουλο και χάιδεψε τις μακριές πλεξίδες των μαλλιών της.
»Πόσο θ’ αντέξεις ακόμα;» τη ρώτησε σπάζοντας την σιωπή.
«Έχεις αφεθεί, κι ’συ δεν ήσουν ποτέ έτσι…»
«Ίσως δεν είμαι τόσο δυνατή όσο νόμιζες…» του απάντησε.
«Σχεδόν δε σε αναγνωρίζω πια…» της είπε σιγανά. «Στο παρελθόν, αν σε άγγιζα όπως τώρα, θ’ αντιστεκόσουν…»
«Έχω κουραστεί να σου αντιστέκομαι…» του είπε χωρίς να τον κοιτάξει, «και δεν έχω άλλες αντοχές…»
«Τότε δεν θα ’πρεπε να συνεχίσεις να το κάνεις…» της απάντησε, και στη φωνή του υπήρχε θρίαμβος.
Εκείνη όμως λύγισε μπροστά και η ανάσα της που μέχρι τώρα δεν ακουγόταν, έγινε ξαφνικά βαθιά, σαν να προσπαθούσε να αναπνεύσει με κόπο.
«Δεν έχουμε πάρει την άδεια και ούτε θα την πάρουμε, τώρα πια…» του είπε ξανά, και σκύβοντας το κεφάλι της, έφερε το αριστερό της χέρι στο μέτωπό της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου